- ἐρωτηματικοῦ
- ἐρωτηματικόςinterrogativemasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άρα — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… … Dictionary of Greek
πούθε — Ν (τοπ. επίρρ.) 1. από ποιο μέρος, από πού («πούθε ήρθες;») 2. φρ. «πούθε βαστάει η σκούφια του» από πού κατάγεται, τί είδους άνθρωπος είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πόθεν, με επίδραση τού ερωτηματικού ποῦ] … Dictionary of Greek